- περιπνευμονιώ
- και περιπλευμονιῶ, -άω, Απάσχω από περιπνευμονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπνευμονία / περιπλευμονία + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. αρρωστ-ιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπλευμονιώ — άω, Α βλ. περιπνευμονιῶ … Dictionary of Greek